Από τους παλιούς που είχαν το ρόλο του ταξιθέτη της μασκαρίας ήταν οι Αγιαθεκλησιάνοι: ο Γιάννης Νικολάου Θεοπεφτάτος (Παλιάτσος), ο Μιχάλης Γερασίμου Ρατσιάτος ( Κουτσομιχάλης ή Λεκάντες), ο Θεόδωρος Αγάπιου Πετράτος, κι όλοι αυτοί με ένα μπαστούνι ή ξύλο δεν άφηνα τα παιδιά να «ενοχλούν» και να είναι στο κέντρο στο Αλωνάκι, όπου θα ερχόταν η μασκαρία, για να ξεκινήσει η διασκέδαση.
Αυτοί που ακολουθούσαν μετά τους αστυνομικούς, οι συντελεστές της μασκαρίας, ήταν οι χορευτές, οι λεγόμενοι Γιανίτσαροι και Ντάμες, που άνοιγαν πρώτοι το χορό και το κέφι. Πολλές φορές ντύνονταν και άλλα άτομα κι έτσι πλούτιζαν την όλη παράσταση. Το 1936 ντύθηκαν αξιωματικοί καβάλα πάνω σε άλογα οι: Ευάγγελος Γερασίμου Λιναρδάτος και ο Άγγελος Αρτέμης Μικελάτος, δημιουργώντας επιβλητική ατμόσφαιρα στην τότε καρναβαλική εκδήλωση. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Άγγελου Μικελάτου κάποιος,(πιθανόν ο Οκτωράτος Χαράλαμπος) ήθελε να ντυθεί παπάς , αλλά δεν τον άφησαν , έπρεπε να έχει πάρει άδεια από τη Μητρόπολη.
Τη μασκαρία τη συνόδευε απαραίτητα και ο βιολιτζής, ο οποίος «βαρούσε» τους χορούς και χόρευαν οι χορευτές και ο κόσμος. Ο κόσμος που μαζευόταν στη μασκαρία της Αγίας Θέκλης ήταν πολύς. Πέρα από τους κατοίκους των γύρω χωριών , από τους οποίους πολλοί συμμετείχαν, έρχονταν κι αυτοκίνητα με κόσμο από το Ληξούρι. Η αστυνομία της περιοχής, έδινε χέρι βοηθείας και ήταν στο πόδι για να εξυπηρετήσει σε ότι χρειαζόταν η μασκαρία. Ο βιολιτζής Απόστολος Χαμοσφακίδης και πολλές φορές ο Αντώνης Ληξουριωτάτος (Καστρινός) και καμιά φορά και ο βιολιτζής από τα Δαμουλιανάτα, Σαράντης Δαούσης, έπαιζαν όλους τους κεφαλονίτικους χορούς, από τον Μπάλλο και το Μπαρμπουνάκι έως τον Κουτσό και το Μέρμηγκα. Ιδιαίτερη θέση είχαν τα συρτά και τα καλαματιανά, που κρατούσαν το χορό ατέλειωτο.
Πιο παλιά βαρούσε τους χορούς ο Αχιλλέας Καραντινός με το σκορτσάμπουνο. Επίσης και οι βιολιτζήδες Γεράσιμος Χανδρινός (Φιλήμονας) από την Πύλαρο και Κωστάκης Ζαφειράτος , χάρισαν με το βιολί τους τούς ρυθμούς των χορών. Χαρακτηριστική είναι η ρίμα που είχε βγει για τον Χαμοσφακίδη, επειδή έπαιζε καλό βιολί και ζούσε από αυτή τη δουλειά Αποστολάκη το βιολί να πας να το πετάξεις νάβρεις αμπέλια μισιακά, να βάλεις να τα σκάψεις.

Χόρευαν λεβέντικα, καμαρωτά και με ρυθμό, που νόμιζες πως τα πόδια τους ήταν σαν γραφομηχανές που «ξέρουν» τη δουλεία τους. Πιασμένοι απ’ το μαντήλι, και με χαμόγελο ταύτιζαν τα χορευτικά τους βήματα με το ρυθμό που έδινε το βιολί. Δεν έλειπαν και οι ευρωπαϊκοί χοροί όπως η πόλκα, τα βαλς, τα φοξ και τα ταγκό. Τα ζευγάρια του χορού ακολουθούσαν τη διάταξη, άνδρας- γυναίκα, κι όχι όλες οι γυναίκες μαζί και προς το τέλος. Ιδιαίτερη προσοχή έδιναν οι Ανωησιάνοι χορευτές, στους ξένους που ήθελαν να χορέψουν ή να μπούνε στο χορό. Τους έδιναν θέση μπροστά για να μπορούν να εκφραστούν άνετα και να ευχαριστηθούν. Όταν έπρεπε να ξεκουραστεί ο βιολιτζής ή σε κάποιο διάλειμμα ο χορός συνεχιζόταν από τους χορευτές, που, πιασμένοι από το μαντήλι τραγουδούσαν τους κεφαλονίτικους χορούς.

Ξεκινούσε ο πρώτος το τραγούδι και συνέχιζε ο δεύτερος, και επαναλάμβαναν όλοι οι υπόλοιποι. Λόγια του κεφαλονίτικου συρτού, που σήμερα είναι ξεχασμένα, αξίζει να αναφερθούν για να δώσουν το όλο σκηνικό της παράστασης.
Γενήκαν τα γεννήματα, βρε και μπήκαμε στο θέρος με τα νάζια θα σε φέρω Πρώτη , μωρέ πρώτη δρεπάνη που βαρώ, αχ μου το’ κοψε το χέρι συ’ σαι το γλυκό μου ταίρι Δως μου μωρέ , δως μου το μαντηλάκι σου, το χρυσοκεντημένο να δέσω το χεράκι μου που είναι ματωμένο ή άλλες ρίμνες σατιρικές του χορού , που σήμερα είναι παντελώς ο παλιός τρόπος της Μασκαρίας κι ούτε τα παιδιά της περιοχής γνωρίζουν τίποτε γι’ αυτόν. Δυστυχώς οι παλαιότεροι δεν κληροδοτούν τίποτε στους νεότερους κι έτσι όλα χάνονται από τη μνήμη. Παρ’ όλα ταύτα η Ανωγή συμμετέχει δυναμικά στο Ληξουριώτικο καρναβάλι, και δείχνει πως οι άνθρωποί της έχουν το κέφι, το μεράκι και την αισιοδοξία να ζουν όλες τις χαρές της ζωής.

